- ᾠδάν
- ᾠδά̱ν , ἀοιδήsongfem acc sg (attic doric aeolic)ᾠδά̱ν , ᾠδήsongfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… … Dictionary of Greek
επαείδω — ἐπαείδω και αττ. έπφδω (Α) [αείδω] 1. τραγουδώ για κάτι, σε κάποια ευκαιρία («άλλ ἐπάειδε Καλλίνικον ᾠδὰν ἐμῷ χορῷ», Ευ ρ.) 2. τραγουδώ ως επωδή* 3. (απολ.) χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές 4. (η μτχ. ως επίρρ.) ἐπαείδων και ἐπᾴδων με επωδές, με ξόρκια … Dictionary of Greek
επικήδειος — α, ο (AM ἐπικήδειος, ον) αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος) νεκρώσιμη ομιλία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek